- περιφερικός
- -ή, -ό, Νπεριφερειακός («περιφερική τροχιά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφερικός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα καμπύλο: Η περιφερική λεωφόρος, τροχιά κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγυρίδα — η [ανάγυρος Ι] 1. περιστροφική κίνηση 2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος 3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία 4. περίπατος, βόλτα 5. επιστροφή, επάνοδος … Dictionary of Greek
συμπεριφερής — ες, Α κυκλικός, περιφερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιφερής] … Dictionary of Greek